- διεξάγεται
- διά-ἐξάγωlead outpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… … Dictionary of Greek
εμπόριο — Οικονομική ασχολία η οποία, μέσω πράξεων αγοραπωλησίας, μεταβιβάζει τα αγαθά των παραγωγών στους καταναλωτές (ή άλλους παραγωγούς) στην ποσότητα, στον τόπο και στη στιγμή που χρειάζονται. Βασική είναι η διάκριση ανάμεσα σε εσωτερικό και σε… … Dictionary of Greek
αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… … Dictionary of Greek
μεταξοσκώληκας — Κοινή ονομασία της προνύμφης του λεπιδόπτερου εντόμου Bombyx ή Sericaria mori, της οικογένειας των βομβυκιδών, η οποία παράγει το μετάξι. Ο μ. έχει επίμηκες σώμα και τρέφεται αποκλειστικά με φυτά μουριάς. Η προνύμφη αυτή υφίσταται τέσσερις… … Dictionary of Greek
ψήφος — η / ψῆφος, ΝΜΑ, και ψήφος, ο, Ν, και δωρ. τ. ψᾱφος Α καθένα από τα λίθινα κατά την αρχαιότητα ή μολύβδινα κατά τους νεώτερους χρόνους σφαιρίδια τα οποία έριχναν σε ειδική κάλπη οι μετέχοντες σε ψηφοφορία (α. «πήρε πέντε χιλιάδες ψήφους» β. «τῶν… … Dictionary of Greek
γονιδίωμα — Το σύνολο του γενετικού υλικού που υπάρχει σε ένα κύτταρο. Στους ευκαρυωτικούς οργανισμούς η έννοια αναφέρεται τόσο στο γενετικό υλικό που υπάρχει στον πυρήνα, όσο και στο γενετικό υλικό των οργανιδίων (δηλαδή των μιτοχονδρίων και των… … Dictionary of Greek
Κάνες — I (Cannαe). Αρχαίος οικισμός της Ιταλίας, όπου διεξήχθη η περίφημη συντριβή του ρωμαϊκού στρατού από τον Αννίβα, κατά τον Β’ Καρχηδονιακό πόλεμο (216 π.Χ.). Βλ. λ. Κάννες. II (Cannes). Πόλη (67.300 κάτ. το 1999) της νοτιοανατολικής Γαλλίας. Η… … Dictionary of Greek
κάρτινγκ — (karting). Αυτοκινητιστικό αγώνισμα. Διεξάγεται με ειδικά μονοθέσια οχήματα μικρού κυλινδρισμού (μέχρι 200 κ. εκ.), που ονομάζονται kartsgo karts και δεν διαθέτουν σύστημα αλλαγής ταχυτήτων, σισπανσιόν και αμάξωμα. Ο έλεγχος του οχήματος… … Dictionary of Greek
Κεντάκι — (Kentucky). Ομόσπονδη πολιτεία (104.661 τ. χλμ., 4.065.556 κάτ. το 2001) των ΗΠΑ. Βρίσκεται στο κεντροανατολικό τμήμα της χώρας και συνορεύει με τις πολιτείες Οχάιο, Ιντιάνα και Ιλινόις στα Β, Δυτική Βιρτζίνια και Βιρτζίνια στα Α, Τενεσί στα Ν… … Dictionary of Greek
κωπηλασία ή λεμβοδρομία — Η μέθοδος πρόωσης ενός σκάφους στην επιφάνεια του νερού μόνο με τη μυϊκή δύναμη και τη βοήθεια ενός ή περισσότερων κουπιών ως μοχλών και το αντίστοιχο ναυτικό άθλημα, το οποίο διεξάγεται με ειδικά σκάφη και με έναν ή περισσότερους κωπηλάτες… … Dictionary of Greek